- δογματιστής
- ο (AM δογματιστής) [δογματίζω]1. οπαδός και υπερασπιστής τών δογμάτων τής πίστεως (ιδίως τής χριστιανικής)2. αυτός που πιστεύει, υποστηρίζει δόγματα, διδάσκει με δόγματανεοελλ.1. οπαδός τής θεωρίας τού δογματισμού2. αυτός που μιλά δογματικά, αυθαίρετα.
Dictionary of Greek. 2013.